- διασκεδαστικός
- [дьяскедастикос] επ. развлекательный,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
διασκεδαστικός — fitted for dispersing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεδαστικός — ή, ό (Α διασκεδαστικός, ή, όν) νεοελλ. 1. τερπνός, ψυχαγωγικός 2. ειρων. γελοίος, κωμικός, μη σοβαρός αρχ. 1. αυτός που προκαλεί διασπορά ή διάλυση 2. αυτός που συντελεί στην πέψη, χωνευτικός … Dictionary of Greek
διασκεδαστικός — ή, ό 1. ευχάριστος, αυτός που έχει την ιδιότητα να κάνει τους άλλους να περνούν ευχάριστα: Η ταινία ήταν πολύ διασκεδαστική. 2. ο διαλυτικός, ο αναλυτικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διασκεδαστικόν — διασκεδαστικός fitted for dispersing masc acc sg διασκεδαστικός fitted for dispersing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεδαστική — διασκεδαστικός fitted for dispersing fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διασκεδαστικήν — διασκεδαστικός fitted for dispersing fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γουστόζικος — η, ο 1. χαριτωμένος, κομψός 2. διασκεδαστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο σχηματισμένο από το ουδέτερο τού γουστόζος*] … Dictionary of Greek
λουσώριος — λουσώριος, ία, ον (Α) αυτός που χρησίμευε για αναψυχή («λουσώριον πλοῑον», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lusorius «διασκεδαστικός» < λατ. lusor «παίκτης, σκώπτης»] … Dictionary of Greek
μετεωριστικός — μετεωριστικός, ή, όν (ΑΜ) [μετεωρίζω] μσν. διασκεδαστικός, αστείος αρχ. αυτός που διαταράσσει το πνεύμα. επίρρ... μετεωριστικῶς (Μ) αστεία, πειρακτικά … Dictionary of Greek
παιγνιώδης — ες (Α παιγνιώδης, ῶδες) [παίγνιον] διασκεδαστικός, αστείος, παιχνιδιάρης αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ παιγνιῶδες εύθυμη διάθεση, αστείος χαρακτήρας («μήτε τὸ φρόνιμον μήτε τὸ παιγνιῶδες ἀπολιπεῑν ἐκ τῆς ψυχῆς», Ξεν.). επίρρ... παιγνιωδώς (Α… … Dictionary of Greek
παιδικός — ή, ὁ (ΑΜ παιδικός, ή, όν) [παῖς, παιδός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε παιδί (α. «παιδική ηλικία» η περίοδος τής ζωής τού ανθρώπου από τη γέννηση έως την έναρξη τής ήβης θ. «παιδικό θέατρο» γ. «παιδικός χορός», Λυσ.) 2. παιδαριώδης,… … Dictionary of Greek